- ὀνομαζόμενοι
- ὀνομάζωspeak of by namepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MELANTHH — scopuli maris Ionii circa Samum. Strabo. Fornelli Bordoni. Furni Nigro. Lege Melanthii. Ita enim eos vocat Apollon. Argon. l. 4. uti videre est in his. Ἵκεο πέτρας ῾Πίμφα Μελαντίους ἀριήκοος, αἵ τ᾿ ενὶ πόντῳ ῟Ηνται. Ubi Scholiast. Μελάντιοι δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… … Dictionary of Greek
ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… … Dictionary of Greek
τίτυρος — (I) ὁ, Α (δωρ. τ.) 1. βραχύουρος πίθηκος 2. (στη Λακωνία) τιτυρίς* 3. ως κύριο όν. Τίτυρος α) Σάτυρος («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.) β) σύνηθες όνομα ποιμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Κονγκολέζοι — Αφρικανικός λαός, ο οποίος ανήκει στον κορμό Μπαντού, και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ομάδες του Κονγκό. Οι Κ., γνωστοί με τις ονομασίες Κόνγκο και Μπακόνγκο, είναι μόνιμα εγκατεστημένοι γεωργοί, μιλούν ιδιαίτερη γλώσσα (την κικόνγκο) και … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
bhā-2 — bhā 2 English meaning: to speak Deutsche Übersetzung: ‘sprechen” Material: O.Ind. probably in sabhü “ congregation, meeting “ (“*conversation, discussion”; bhü in O.Ind. indeed otherwise up to bhánati, see under only in the… … Proto-Indo-European etymological dictionary